Skip to main content
Η Σημαντικότητα της σχέσης μητέρας - βρέφους τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Η Σημαντικότητα της σχέσης μητέρας – βρέφους τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Από τη στιγμή της σύλληψης αρχίζει και χτίζεται η σχέση ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα. Η μητέρα μέσα από τον ήχο της φωνής της, το χάδι της, την βλεμματική της επαφή ακόμη και από τη μυρωδιά της επικοινωνεί με το βρέφος της.

Έτσι το βρέφος αισθάνεται μέσα από αυτές τις συμπεριφορές της μητέρας του ότι βρίσκεται σε ένα ασφαλές περιβάλλον και αρχίζει και αυτό με παρόμοιες συμπεριφορές να επιδιώκει την επικοινωνία μαζί της. Αυτή η σχέση διαμορφώνεται ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του βρέφους καθως τις πιο καθοριστικές εμπειρίες συναισθηματικής σύνδεσης με το περιβάλλον, τις κάνει το παιδί τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του.  Από τη στιγμή της σύλληψης αρχίζει και χτίζεται η σχέση ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα. Η μητέρα μέσα από τον ήχο της φωνής της, το χάδι της, την βλεμματική της επαφή ακόμη και από τη μυρωδιά της επικοινωνεί με το βρέφος της. Έτσι το βρέφος αισθάνεται μέσα από αυτές τις συμπεριφορές της μητέρας του ότι βρίσκεται σε ένα ασφαλές περιβάλλον και αρχίζει και αυτό με παρόμοιες συμπεριφορές να επιδιώκει την επικοινωνία μαζί της. Αυτή η σχέση διαμορφώνεται ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του βρέφους καθώς τις πιο καθοριστικές εμπειρίες συναισθηματικής σύνδεσης με το περιβάλλον, τις κάνει το παιδί τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του.

Βασική προϋπόθεση για την υγιή ανάπτυξη του παιδιού αποτελεί η ικανοποιητική σχέση του με τη μητέρα του. Η ολόπλευρη ανάπτυξη του προάγεται ή παρεμποδίζεται, ανάλογα με την ποιότητα αυτής της σχέσης η οποία είναι καθοριστικής σημασίας ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του (κυρίως τον 1ο χρόνο). Στο διάστημα αυτό θα αποκτήσει τα ψυχολογικά στοιχεία (εντυπώματα) που διαμορφώνουν το αίσθημα της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας που του είναι απαραίτητα για να αρχίσει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Το παιδί αρχικά επικοινωνεί διαισθητικά με το περιβάλλον, έτσι όσο πιο ευαίσθητη στην διαισθητική αυτή επικοινωνία είναι η μητέρα τόσο καλύτερη είναι και η μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού καθώς η σχέση μεταξύ μητέράς παιδιού τα πρώτα χρόνια της ζωής επηρεάζει εν τέλει όλες τις μελλοντικές σχέσεις που θα δημιουργήσει.

Γιατί όμως ο συναισθηματικός δεσμός με τη μητέρα να έχει μια τέτοια επίδραση στη βρεφική ηλικία και στη μετέπειτα ανάπτυξη του ατόμου;

Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έδωσε η θεωρία προσκόλλησης (Bowlby, 1969). Η ιδέα της προσκόλλησης ξεκίνησε από τον Lorenz το 1935. Ο Lorenz, παρατηρώντας νεογέννητες χήνες, διαπίστωσε ότι τις δυο πρώτες ημέρες της ζωής τους αναγνωρίζουν χαρακτηριστικά της μητέρας τους εξαιτίας ενός βιολογικού μηχανισμού. Ονόμασε την περίοδο αυτή “κρίσιμη περίοδο” και υποστήριξε ότι όταν η μητέρα είναι απούσα οι χήνες ακολουθούν κάποιο αντικείμενο που παρουσιάζει  ίδια χαρακτηριστικά. Στα περισσότερα πειράματά του μάλιστα έπαιρνε ο ίδιος το ρόλο αυτό του αντικειμένου.

Ο John Bowlby ήταν ο πρώτος που μελέτησε την προσκόλληση στον άνθρωπο. Ο Bowlby ήταν αυτός που εξήγησε τα κίνητρα που οδηγούν σε αυτές τις συμπεριφορές προσκόλλησης και αυτός που προϋπέθεσε την ύπαρξη ενός συστήματος συμπεριφορών προσκόλλησης (attachment behavioural system). Υποστήριξε λοιπόν ότι το βρέφος γεννιέται με την έμφυτη ανάγκη για προσκόλληση με ένα άτομο (που συνήθως είναι η μητέρα) που θα του παρέχει ασφάλεια. Η συμπεριφορά της «προσκόλλησης» έχει διπλή λειτουργία α) προσφέρει το αναγκαίο αίσθημα προστασίας και ασφάλειας και β) επιτρέπει την κοινωνικοποίηση με την μετάθεσή  της, από την μητέρα στους κοντινού ανθρώπους και αργότερα στο ευρύτερο περιβάλλον.

Ο δεσμός αυτός αναπτύσσεται σταδιακά κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής και καθορίζεται από την επιθυμία του βρέφους να βρίσκεται με το άτομο προτίμησης (συνήθως είναι η μητέρα) το οποίο γίνεται αντιληπτό ως πιο δυνατό και ικανό να μειώσει το άγχος και τη δυσφορία που το βρέφος νιώθει σε διάφορες συνθήκες. Ο δεσμός ενισχύεται από τον τρόπο που θα αντιδράσει η μητέρα στις διάφορες ενδείξεις δυσφορίας του βρέφους. Δηλαδή κάθε ερέθισμα που το αναστατώνει και το φοβίζει, όπως δυνατοί ήχοι, κινητοποιούν αντιδράσεις, όπως το κλάμα. Η μητέρα όταν ανταποκρίνεται φροντίζοντας, χαιδεύοντας και καθησυχάζοντας το βρέφος τότε επιτυγχάνει να το ανακουφίσει από το άγχος ή το φόβο. Αυτή της η συμπεριφορική της αντίδραση είναι καθοριστικής σημασίας στην ενίσχυση της συμπεριφοράς δεσμού.

Σύμφωνα με τον Bowlby υπάρχουν οι εξής δεσμοί προσκόλλησης:

  • Ο  ασφαλής δεσμός : Το βρέφος εμφανίζει εκφραστικά σημεία ανακούφισης και χαράς με την εμφάνιση της μητέρας. 
  • Ο ανασφαλής – απορριπτικός δεσμός: Το βρέφος στρέφει την πλάτη του στην εμφάνιση της μητέρας, αδιαφορώντας ουσιαστικά για την παρουσία της. 
  • Ο ανασφαλής – αμφιθυμικός δεσμός: Το βρέφος αντιδρά έντονα με λυγμούς ή κλάμα στην απομάκρυνση της μητέρας, και επίσης έντονα στην εμφάνισή της αναζητώντας με αγωνία την αγκαλιά της. Στην περίπτωση αυτή, το βρέφος βιώνει την μητέρα του σαν μη προβλέψιμη, από τη μία φροντιστική και από την άλλη όχι πάντα παρούσα.  
  • Ο αποδιοργανωτικός δεσμός: Το βρέφος εμφανίζεται αμήχανο στην παρουσία της μητέρας ή κινείται προς αυτή χωρίς οπτική επαφή.

Από τι εξαρτάται όμως τι δεσμό προσκόλλησης θα αναπτύξει ένα παιδί με τη μητέρα του;

Σήμερα, γενικά επικρατεί η άποψη ότι η προσκόλληση επηρεάζεται από τους εξής παράγοντες: 

  • Η συμπεριφορά της μητέρας 
  • Τα χαρακτηριστικά του βρέφους 
  • Το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας
  •  Πολιτισμικοί παράγοντες

Από τα παραπάνω ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατέχει η συμπεριφορά της μητέρας. Η ετοιμότητα και η προθυμία της μητέρας για άμεση ανταπόκριση στις αντιδράσεις και τις ανάγκες του παιδιού είναι καθοριστικης σημασίας. Η μητρική ευαισθησία αφορά την ικανότητα της μητέρας να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει και να αντιδράσει κατάλληλα στα σήματα του βρέφους (π.χ κλάμα). Η μητέρα, η οποία αναγνωρίζει και ικανοποιεί τις ανάγκες του παιδιού της, τη στιγμή που αυτές παρουσιάζονται, δεν αδιαφορεί αλλά παρέχει ασφάλεια και προστασία θα δημιουργήσει ασφαλή δεσμό προσκόλλησης με το παιδί της. Αντίθετα, η μητέρα, η οποία δεν αναγνωρίζει τις ανάγκες του παιδιού της και δεν ανταποκρίνεται σε αυτές, θα δημιουργησει ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης με το παιδί της. Τέλος, μητέρες οι οποίες δεν εμφανίζουν μια σταθερή συμπεριφορά αλλά έχουν μια αντιφατική συμπεριφορά θα δηνιουργήσουν αμφιθυμικό δεσμό με τα παιδιά τους. 

Οι συνέπειες του δεσμού προσκόλλησης που θα δημιουργήσει μια μητέρα με το παιδί της δεν επηρεάζουν μόνο την βρεφική ηλικία του παιδιού αλλά επηρεάζει γενικότερα την αυτοαντίληψη του ατόμου για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους καθώς υπάρχει συνάφεια μεταξύ των ειδών της βρεφικής προσκόλλησης και της ποιότητας των αλληλεπιδράσεων του ατόμου στη μετέπειτα ζωή του. Συγκεκριμένα τα παιδιά που αναπτύσσουν ασφαλή προσκόλληση, φαίνεται πως έχουν γενικότερα στη μετέπειτα ζωή τους πιο θετική εικόνα για τον εαυτό τούς, είναι πιο ανεξάρτητα και αυτόνομα και έχουν πιο λειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις.

Αντίθετα τα παιδιά με μη ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης έχουν πιο χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυξημένα επίπεδα αρνητικών συναισθημάτων και στρες και είναι πιο ευάλωτα να δεκτούν συμπεριφορές bullying. Επιπλέον η ψυχρότητα, ο καταναγκασμός, η επιθετικότητα, η απόρριψη και η αδιαφορία της μητέρας αποτελούν, για πολλούς ερευνητές, αίτια παιδικών ψυχικών δυσκολιών ή ακόμα και διαταραχών στο λόγο όπως αφασία, αλαλία, διαταραχές άρθρωσης, δυσφασία.


Παιδαγωγικό Κέντρο